- φωτοελαστικόμετρο
- το, Νφυσ. συσκευή με την οποία εκτελούνται φωτοελαστικομετρικές παρατηρήσεις και αναλύσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photoelasticimetre < φωτ(ο)-* + ελαστικός + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek